- ρίνιση
- η, Ν [ρινίζω]η απόξεση με ρίνη, με λίμα, το λιμάρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιμάρισμα — το 1. απόξεση ή λείανση με λίμα, ρίνιση 2. μτφ. φλυαρία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. ακόν ισμα)] … Dictionary of Greek
ρίνηση — η / ῥίνησις ήσεως, ΝΑ [ῥινῶ (ΙΙ)] η ρίνιση … Dictionary of Greek
ρινιστήριο — το, Ν μηχάνημα ή εργαλείο για ρίνιση μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρινίζω + επίθημα τήριο (πρβλ. πριονιστ ήριο)] … Dictionary of Greek
ρινιστής — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στη ρίνιση μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek